- στυφά
- στυφόςastringentneut nom/voc/acc plστυφά̱ , στυφόςastringentfem nom/voc/acc dualστυφά̱ , στυφόςastringentfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
στυφός — ή, ό αυτός που έχει τέτοια γεύση που προκαλεί σούφρωμα στο στόμα και στη γλώσσα: Τα μήλα ήταν στυφά, γιατί ήταν άγουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)